- φανφαρόνος
- και φαμφαρόνος, ο, θηλ. φανφαρόνα, Νκομπαστής και φλύαρος, αλαζόνας, καυχησιάρης και φαφλατάς, λογάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fanfarone < ισπ. fanfarron].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαμφαρόνος — ο, Ν βλ. φανφαρόνος … Dictionary of Greek
φανφάρας — και φαμφάρας, ο, Ν [φανφάρα] ο φανφαρόνος … Dictionary of Greek
φανφαρονίστικος — και φαμφαρονίστικος, η, ο, Ν αυτός που προσιδιάζει σε φανφαρόνο, φανφαρόνικος («φανφαρονίστικη συμπεριφορά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φανφαρόνος + κατάλ. ίστικος (πρβλ. δασκαλ ίστικος)] … Dictionary of Greek
φανφαρονικός — και φαμφαρονικός, ή, ό, και φανφαρόνικος και φαμφαρόνικος, η, ο, Ν [φανφαρόνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φανφαρόνο και στην φανφάρα, φανφαρονίστικος … Dictionary of Greek
φανφαρονισμός — και φαμφαρονισμός, ο, Ν ανόητη κομπορρημοσύνη, κενή μεγαλοστομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανφαρόνος + ισμός*] … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek